- ταχυρρωστος
- ταχύρρωστοςτᾰχύ-ρρωστος2быстролетный
(πελειάς Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πελειάς Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ταχύρρωστος — swift rushing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχύρρωστος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που κινείται ή πετάει γρήγορα («ταχύρρωστος πελειάς», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + ρρωστος (< ῥώννυμι), πρβλ. ἄ ρρωστος] … Dictionary of Greek
ταχύ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ταχύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού γρήγορου (πρβλ. ταχυ κίνητος, ταχύ πους), τού πρόωρου, τού εσπευσμένου (πρβλ. ταχύ γαμος, ταχύ γηρος), τού… … Dictionary of Greek